- γδυμνός
- -ή, -όβλ. γυμνός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γδυμνός — ή, ό ο γυμνός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνός με επίδραση τού γδύνω] … Dictionary of Greek